- μονομηνιάτικος
- -η, -ο(συν. για νεοσσούς πτηνών) αυτός που γίνεται, που εκκολάπτεται μέσα στον ίδιο μήνα ή σε έναν μήνα («μονομηνιάτικα πουλιά»).επίρρ...μονομηνιάτικακατά τον ίδιο μήνα ή σε ένα μήνα, μέσα στον ίδιο μήνα.[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)-* μηνιάτικος (< μήνας)].
Dictionary of Greek. 2013.