μονομηνιάτικος

μονομηνιάτικος
-η, -ο
(συν. για νεοσσούς πτηνών) αυτός που γίνεται, που εκκολάπτεται μέσα στον ίδιο μήνα ή σε έναν μήνα («μονομηνιάτικα πουλιά»).
επίρρ...
μονομηνιάτικα
κατά τον ίδιο μήνα ή σε ένα μήνα, μέσα στον ίδιο μήνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)-* μηνιάτικος (< μήνας)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”